- ἡμιάνθρωπος
- ἡμι-άνθρωπος, ὁ,= foreg., Id.Deor.Conc.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημιάνθρωπος — ἡμιάνθρωπος, ό (AM) αυτός που είναι εν μέρει ή κατά το ήμισυ άνθρωπος (α. «Διόνυσος ἡμιάνθρωπος», Λουκιαν. β. «ὁ Χριστός... οὔτε ἡμίθεος ὤφθη ἐπί γῆς, οὔτε ἡμιάνθρωπος ἀνέβη είς οὐρανούς», Εφραίμ Αντιοχ.) … Dictionary of Greek
ἡμιάνθρωπος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιανθρώπους — ἡμιάνθρωπος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
ημίβροτος — ἡμίβροτος, ον (Α) κατά το ήμισυ άνθρωπος, ημιάνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + βροτός «θνητός»] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιάρρην — ἡμιάρρην, ὁ (Α) 1. ευνούχος 2. ημιάνθρωπος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + άρρην] … Dictionary of Greek
ԿԻՍԱՅՐ — (առն.) NBH 1 1098 Chronological Sequence: 8c, 11c գ. ἠμιάνηρ, ἠμιάνθρωπος semivir, semihomo. Կէս այր. անկատար մարդ. (որպէս ներքինի, եւ ճիվաղ՝ գազան մարդակերպ.) *Զչարչար ախտացեալսն եւ զկիսայրսն. Սանահն.: *Ապտակեալ կամելով կուրացոյց. Քար արձաւեաց՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)